νούντσιος, αποστολικός

νούντσιος, αποστολικός
Τίτλος που αποδίδεται σε ορισμένους ιεράρχες της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, κατά κανόνα επισκόπους ή αρχιεπισκόπους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν επίσημα τον πάπα στις κυβερνήσεις με τις οποίες η Αγία Έδρα διατηρεί κανονικές διπλωματικές σχέσεις, ασκώντας ταυτόχρονα σημαντική επιρροή στην οργάνωση της ρωμαιοκαθολικής ζωής στη χώρα που είναι διαπιστευμένοι. Το αξίωμα είναι αντίστοιχο με εκείνο των πρέσβεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”