- νούντσιος, αποστολικός
- Τίτλος που αποδίδεται σε ορισμένους ιεράρχες της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, κατά κανόνα επισκόπους ή αρχιεπισκόπους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν επίσημα τον πάπα στις κυβερνήσεις με τις οποίες η Αγία Έδρα διατηρεί κανονικές διπλωματικές σχέσεις, ασκώντας ταυτόχρονα σημαντική επιρροή στην οργάνωση της ρωμαιοκαθολικής ζωής στη χώρα που είναι διαπιστευμένοι. Το αξίωμα είναι αντίστοιχο με εκείνο των πρέσβεων.
Dictionary of Greek. 2013.